Ο υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων μετά τη συνάντηση με τον Μάθιου Νίμιτς διεμήνυσε «Δεν θα υπάρξει λύση για το όνομα αν χρειαστεί διαπραγμάτευση για αλλαγή στην εθνικότητα, τη γλώσσα και την ταυτότητα».
ο Νίκολα Ντιμιτρόφ σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ δήλωσε: «Η “μακεδονική” γλώσσα είναι μια αναγνωρισμένη γλώσσα της ομάδας των σλαβικών γλωσσών».
«Θέλω να επισημάνω ότι αυτό το θέμα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο για τους πολίτες της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας.” Μερικοί από αυτούς παρακολουθούν το ζήτημα με ανησυχία, ορισμένοι με θυμό», είπε.
Και συμπλήρωσε: «Καταλαβαίνουμε κάποιους πολίτες στην Ελλάδα που αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες, αλλά ούτε οι Έλληνες γείτονές μας ούτε κανένας άλλος στην Ευρώπη του 21ου αιώνα μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμά μας να να είμαστε «Μακεδόνες» και να μιλάμε τη «μακεδονική» γλώσσα, ως μέρος των σλαβικών γλωσσών. Όσο περισσότερο συζητά κανείς δημοσίως για αυτό το θέμα, μειώνονται οι πιθανότητες εξεύρεσης λύσης. Εάν υπάρχει ένας αξιοπρεπής τρόπος που να σέβεται την ταυτότητα και των δύο μερών, τότε μπορεί να βρεθεί λύση».
«Συζητήσαμε ιδέες που παρουσίασε ο κ. Νίμιτς στη Νέα Υόρκη. Του είπα ότι υπάρχουν ιδέες που δεν είναι κακές, αλλά υπάρχουν ιδέες που δεν είναι καλές και προκαλούν ανησυχίες», πρόσθεσε ο Σκοπιανός υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος δείχνει αδιάλλακτος σε κρίσιμα ζητήματα που η ελληνική πλευρά απαιτεί να αλλάξει, διακινδυνεύοντας να βάλει «φρένο» σε ενδεχόμενη συμφωνία.
Από την πλευρά του ο Μάθιου Νίμιτς εμφανίστηκε αισιόδοξος για την εξεύρεση λύσης.
«Είμαι πιο αισιόδοξος από ποτέ σήμερα. Το έχω κάνει αυτό επί πολλά χρόνια. Είχαμε ελπίδες τα προηγούμενα χρόνια, αλλά για τον έναν ή το άλλον λόγο δεν προχώρησε το ζήτημα. Τώρα έχουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας. Και στις δύο χώρες υπάρχουν ηγεσίες που ειλικρινά θέλουν συμφωνία, αλλά υπάρχουν και αντικειμενικοί λόγοι που τώρα είναι η ώρα για να βρούμε λύση».
Ωστόσο πρόσθεσε πως «υπάρχουν κίνδυνοι στο μέλλον αν δεν κάνουμε κάτι τώρα. Ο χρόνος δεν σταματάει. Είναι αβέβαιο το μέλλον. Εχουμε κάνει πρόοδο, πρέπει να βρούμε λύση τώρα. Ποιος ξέρει τι θα συμβεί σε έναν χρόνο, σε δύο χρόνια, σε τρία χρόνια, σε 20 χρόνια αν εξακολουθούμε να συζητάμε αυτό το θέμα. Θα είναι πραγματική τραγωδία για την περιοχή αν περάσουν άλλα 20 χρόνια και δεν έχουμε λύσει το ζήτημα. Ακουσα πολλές απόψεις και προβληματισμούς, αλλά για το καλό όλων των ανθρώπων της περιοχής και ειδικά των νέων, το θέμα πρέπει να λυθεί τώρα, να το αφήσουμε πίσω μας και οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα σημαντικά πράγματα στη ζωή τους. Είμαι αισιόδοξος γιατί οι ηγεσίες και των δύο χωρών δουλεύουν σκληρά για την εξεύρεση λύσης».