Το περιστατικό που χώρισε τη ζωή του στα δύο, είναι γνωστό στους περισσότερους…
Εκείνο τον Οκτώβριο, στον πυρετό της προετοιμασίας για τις πρώτες εκλογές μετά την γερμανική ενοποίηση, ο 48χρονος Wolfgang Schäuble περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια -στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Βάδης – Βυρτεμβέργης – διεκδικώντας την επανεκλογή του στην Ομοσπονδιακή Βουλή.
Στις 12 του μηνός, μιλούσε σε μια μπιραρία στο Oppenau, ένα γραφικό κεφαλοχώρι, στον Μέλανα Δρυμό. Μετά το τέλος της ομιλίας του, ένας άντρας από το ακροατήριο έβγαλε από το μπουφάν του ένα 38άρι περίστροφο και πυροβόλησε προς το μέρος του Schäuble τρείς φορές: η μία σφαίρα τον βρήκε στο δεξί μάγουλο και η άλλη στην σπονδυλική στήλη.
Το μόνο που πρόλαβε να πει, πριν σωριαστεί σαν σακί στο έδαφος ήταν «δεν αισθάνομαι τα πόδια μου». Μεταφέρθηκε αμέσως στο Freibourg όπου οι γιατροί έδωσαν μάχη για να τον κρατήσουν στη ζωή. Τα κατάφεραν. Το τίμημα ήταν ακριβό: στο εξής, θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του στο αναπηρικό καροτσάκι. Παράλυτος από τη μέση και κάτω.
Αμέσως μετά την επίθεση ο δράστης εντοπίζεται.
Το περίστροφο κρατούσε ο 37χρονος Ντίετερ Κάουφμαν. Στην απολογία του στο δικαστήριο θα υποστηρίξει ότι αυτό που όπλισε το χέρι του ήταν η αδιαφορία του υπουργείου Εσωτερικών στις εκκλήσεις του για βοήθεια. Ο Κάουφμαν πίστευε ότι τα … ραδιοκύματα των κεραιών τον διαπερνούσαν και σ’ αυτά οφείλονταν οι αφόρητοι πόνοι που ένιωθε. Όπως προέκυψε επί 7 χρόνια έστελνε επιστολές διαμαρτυρίας στο Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ είχε ήδη κινηθεί νομικά εναντίον της κυβέρνησης, δύο φορές.
Το δικαστήριο δεν άργησε να καταλάβει την κατάσταση του κατηγορούμενου και αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για... ψυχονευρωτικό άτομο.
Μέχρι και σήμερα ο άνθρωπος που άφησε τον Σόιμπλε παράλυτο, βρίσκεται έγκλειστος σε ψυχιατρικό ίδρυμα της Δυτικής Γερμανίας.
Όσο για τον dr Wolfgang Schäuble; Το δεύτερο 24ωρο της νοσηλείας του, απαίτησε από την γυναίκα του να του διαβάσει τις εφημερίδες. Την πρώτη βδομάδα και ενώ μετά βίας μπορούσε να μιλήσει, άρχισε να υπαγορεύει στους συνεργάτες του κείμενα για ένα βιβλίο που έγραφε για την γερμανική ενοποίηση.
Τρείς μήνες αργότερα, εκλέχτηκε πανηγυρικά βουλευτής και επέστρεψε στην ενεργό πολιτική σκηνή. Ήταν ο μόνος Γερμανός πολιτικός, ως τότε, που είχε τολμήσει κάτι τέτοιο, ένα υβρίδιο ήρωα, δημόσιου αξιοπερίεργου και «φρικιού», κόντρα στην εικόνα του «ρωμαλέου» πολιτικού άντρα.
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών με όλη την ιστορική ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών αποτελούν οι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του πρώην καγκελάριου της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ με τον δημοσιογράφο και επίδοξο βιογράφο του Χέριμπερτ Σβαν.
Στις 600 ώρες συζητήσεων, που είχε ο Σβαν με τον Κολ από τον Μάρτιο του 2001 μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 2002, ο πρώην καγκελάριος είναι λαλίστατος και ιδιαίτερα καυστικός, αφού βρίσκεται στο ναδίρ της πολιτικής του καριέρας εξαιτίας της εμπλοκής του στο σκάνδαλο παράνομης χρηματοδότησης του κόμματός του.
Δεν ήξερε πώς να φερθεί
Oταν έρχεται η κουβέντα στη διάδοχό του, Αγκελα Μέρκελ, της οποίας υπήρξε πολιτικός μέντορας, ο Κολ δεν μπορεί να συγκρατήσει την οργή του. «Η κ. Μέρκελ δεν μπορούσε καν να φάει με μαχαιροπίρουνο. Στα επίσημα δείπνα απλώς ήταν παρούσα και δεν ήξερε πώς να φερθεί, με αποτέλεσμα να αναγκάζομαι να την επαναφέρω στην τάξη πολλές φορές» διηγείται στον Σβαν. Ειδικά στον τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικός απέναντί της, όπως και εναντίον του τότε επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς: «Η Μέρκελ είναι ανίδεη και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας είναι ένα πολιτικό βρέφος».
Οταν με άρθρο της στη Frankfurter Allgemeine Zeitung η Μέρκελ ζητεί από το κόμμα της να αυτονομηθεί από τον Κολ, ο ίδιος κάνει λόγο για «κήρυξη πολέμου». Αποφεύγει όμως να επιτεθεί ευθέως εναντίον της. Το κάνει όμως περιγράφοντας την απέχθεια της διευθύντριας του γραφείου του, Γιουλιάν Βέμπερ, προς τη Μέρκελ: «Οταν πηγαίνει προς το μέρος της, γυρνάει το κεφάλι από την άλλη. Οταν λέει ότι θα έρθει στις εννιά, η διευθύντρια του γραφείου μου, λείπει. Εξαφανίζεται από προσώπου γης. Πάει στο κομμωτήριο, οπουδήποτε. Δεν της απευθύνει τον λόγο», λέει χαρακτηριστικά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γνώμη του για τον σημερινό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος προαλείφετο αρχικά για διάδοχός του αλλά ενεπλάκη και ο ίδιος στο σκάνδαλο. «Οτι ο Σόιμπλε θα γινόταν διαδοχός μου, ήταν κάτι το οποίο είχα συζητήσει μαζί του πολλές φορές. Ηξερε πόσες φορές τον υπερασπίστηκα και πόσες φορές είπα δημοσίως ότι μπορεί να το κάνει» εμφανίζεται να λέει στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, αναφερόμενος στην απόφασή του να παραδώσει το πόστο του στον Σόιμπλε το 1996-97. Στη συνέχεια όμως ο Κολ αποφάσισε να ξαναθέσει υποψηφιότητα στις εκλογές του 1998 κι έχασε.
Στη συνομιλία του με τον δημοσιογράφο, ο Κολ αποκαλύπτει πως υπήρξαν τότε ασφυκτικές πιέσεις εναντίον της διαδοχής του από τον Σόιμπλε. «Υπήρχαν κάποιες πραγματικά σημαντικές φωνές το 1996 που μου έλεγαν ότι αν αποχωρήσω και υπάρξει μυστική ψηφοφορία για τον Σόιμπλε, τότε δεν θα πάρει τις απαραίτητες ψήφους ο Σόιμπλε. Με δεδομένο ότι ούτε εγώ εξασφάλισα όλες τις ψήφους το 1994, είναι βέβαιο ότι αυτό θα συνέβαινε», εκτιμά. Στο βιβλίο ο Σβαν πιστεύει ότι ο τότε καγκελάριος δεν παραχώρησε τη θέση του υπέρ του Σόιμπλε, επειδή δεν του είχε εμπιστοσύνη ότι θα μπορούσε να επιβάλει την υιοθέτηση του ευρώ στη Γερμανία. Το ίδιο λέει και ο έτερος βιογράφος του Κολ, Χανς Πέτερ Σβαρτς, ο οποίος τσιτάρει τον Κολ σε μία σύνοδο κορυφής στο Δουβλίνο το 1996 να φωνάζει: «Γιατί πιστεύετε ότι παραμένω στο πόστο μου; Για χάρη της Ευρώπης παραμένω. Χωρίς εμένα δεν θα μπορέσει κανείς άλλος να περάσει αυτήν την πολιτική στη Γερμανία».
Οι εκ βαθέων συζητήσεις του Κολ με τον Σβαν μοιάζουν κάπως με ψυχανάλυση, αφού ο πρώην καγκελάριος σπάνια υπήρξε τόσο ανοιχτός και εξομολογητικός με κάποιον δημοσιογράφο. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που έφερε τους δύο άνδρες σε σύγκρουση και μετά από παρέμβαση και της δεύτερης γυναίκας του Κολ, με αποτέλεσμα να εκκρεμεί δικαστική απόφαση για την τύχη των μαγνητοφωνημένων συνομιλιών. Ο δημοσιογράφος θέλει να δοθούν οι συζητήσεις στο Ιδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ, αλλά ο πρώην καγκελάριος διαφωνεί.
Ο Σόιμπλε (μέση) το 1989 μαζί με μέλη της Χριστιανικής Δημοκρατικής Ένωσης