Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

H γιαγιά μου η Δέσποινα και τον παππού μου τον Σταύρο!!!

Oι άνθρωποι που μεγάλωσαν τους γονείς μας. Οι άνθρωποι που μεγαλώνουν κι εμάς. Με περίσσια αγάπη. Κατάθεση ψυχής. Απίστευτη ζεστασιά. Εκατοντάδες βόλτες, δεκάδες παιχνίδια, πολλές ξεχωριστές μυρωδιές από την κουζίνα. Ο παππούς και η γιαγιά. Δύο «ήρωες» των παιδικών μας χρόνων, δύο άνθρωποι που είχαν, έχουν και θα έχουν για πάντα ένα χωριστό, μεγάλο κομμάτι τόσο στην καρδιά μας, όσο και στο μυαλό μας.

Με πρωταγωνιστές πάντα τον παππού μας και την γιαγιά μας!
Η ιστορία του Χάρη

Γεια σας... Είμαι ο Χάρης. Πριν από μερικές εβδομάδες έσβησα την τούρτα με τα τρία κεράκια. Η μαμά, η Μάρα, είπε να περιμένω λίγο για να βάλει στο πιάτο το κομμάτι μου. Εγώ όμως ήμουν ανυπόμονος και έτσι βούτηξα μέσα το χέρι μου. Όλοι γύρω από το τραπέζι γέλασαν. Δεν κατάλαβα γιατί. Το κείμενο που διαβάζετε δεν το έγραψα μόνος μου. Έχω την βοήθεια του μπαμπά. Καθημερινά πηγαίνω στο γραφείο του σπιτιού μας, ανεβαίνω στην καρέκλα του και του λέω «έχω πoλλή δουλειά». Συνήθως χαμογελάει. Καμία φορά με κοιτάει και λίγο... περίεργα. Μάλλον είναι τότε που έχει αυτός δουλειά. Με αφήνει να χτυπάω δυνατά το πληκτρολόγιο, αλλά να γράφω δεν έμαθα ακόμη. Όλα στον καιρό τους.

Τώρα προτεραιότητα έχουν τα παιχνίδια και τα παραμύθια. Αυτά που όλη την μέρα είναι σκορπισμένα σε κάθε γωνιά του δωματίου μου και με ένα μαγικό τρόπο το πρωί που ξυπνάω τα βλέπω στη θέση τους. Μάλλον ο καλός μου φίλος ο Τέντι, το βράδυ που εγώ κοιμάμαι, αναλαμβάνει να τα τακτοποιήσει. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν είναι κι εύκολη η αποστολή που έχει κάθε βράδυ. Έχω πολλά παραμύθια. Πάρα πολλά.

Έτσι αποφάσισα να σας διηγηθώ μια ιστορία. Όχι όμως μια από τις δεκάδες των παραμυθιών μου, αλλά μια δική μου. Που δεν θα την ξέρετε. Που δεν θα την έχετε διαβάσει πουθενά αλλού. Που θα είναι μόνο δική μου. Η ιστορία του Χάρη

Καθημερινά ξυπνάω νωρίς. Όχι επειδή θέλω. Αλλά επειδή το θέλει ο μπαμπάς και η μαμά. Το πρώτο πράγμα που ρωτάω είναι αν «είναι ανοιχτά τα σχολεία;». Όταν η απάντηση είναι καταφατική δεν είναι και η καλύτερη μου. Τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει η εξώπορτα του σπιτιού. Μετά όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Σιγά σιγά συνηθίζω στο σχολείο. Παίζω με τα άλλα παιδάκια, παίζω με τα αυτοκινητάκια, ζωγραφίζω, μαθαίνω τα ποιήματα, την προσευχή και τα τραγούδια. Με το φαγητό δεν τα πάω καλά. Στην λίστα ανακοινώσεων, η παύλα έχει μόνιμη θέση δίπλα από το όνομα μου. Μάλλον είμαι του σπιτικού φαγητού....

Το απόγευμα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δωμάτιο, παιχνίδια, παραμύθια και το βράδυ γάλα και ύπνος. Κάπου ανάμεσα σε αυτά βάλτε κι έναν πονοκέφαλο της μαμάς. Μάλλον μερικές φορές το παρακάνω. Αυτή είναι η καθημερινότητα μου. Όμως το μυαλό ταξιδεύει. Που; Μα που αλλού; Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς.

Για την ακρίβεια «στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων», αφού έχω την τύχη να λέω «μαμά έχουμε πολλά σπίτια». Εκεί καλοπερνάω. Σε όποιο σπίτι κι αν βρίσκομαι. Άλλωστε είναι το σπίτι μου, αφού σοφά ο λαός λέει «του παιδιού μου το παιδί, είναι δύο φορές παιδί μου».


Οι παππούδες μου δεν αποτελούν εξαίρεση. Τους λατρεύω και μου επιστρέφουν την αγάπη... x100! Τι να πρωτοθυμηθώ;

Την βόλτα στην παιδική χαρά; Την επίσκεψη στο αγαπημένο μου κοτέτσι για να δω αν οι κοτούλες έκαναν αυγά και να τους ρίξω καλαμπόκι; Το ποδήλατο; Την βόλτα στο χωράφι για να σκάψω με τον γερανό; Το παιχνίδι στο πάτωμα με τις ώρες; Με τα αγαπημένα αυτοκινητάκια και τα λατρεμένα playmobil. Τη βόλτα στα άλογα; Τον περίπατο στο άλσος; Το... άραγμα στην θέση του οδηγού για να παίξω με το τιμόνι;

Μόνο ένα παράπονο έχω... Όλο μου «υπόσχεται» ο παππούς ότι θα πάμε στο δάσος με το τζιπ για να δούμε την αρκούδα, αλλά τίποτα ακόμη. Υπομονή για το άλλο καλοκαίρι...

Κι όταν από το παιχνίδι ανοίγει η όρεξη τότε τι γίνεται; Τότε την λύση την δίνουν οι γιαγιάδες. Ξέρουν αυτές. «Θέλω αυγό τηγανιτό, θέλω τοστ, θέλω σούπα, θέλω χυμό, θέλω μπισκότο, θέλω..., θέλω... θέλω...». Για όλα τα «θέλω» του Χάρη έχουν τις απαντήσεις. Το σημαντικότερο τις έχουν και γρήγορα. Καμία φορά με «κακομαθαίνουν» κιόλας, αλλά ο μπαμπάς λέει πως «οι μαμάδες είναι για να μαθαίνουν και οι γιαγιάδες για να κακομαθαίνουν». Οπότε όλα καλά.

Η αλήθεια είναι πως μερικά από τα παραπάνω μου έχουν λείψει τον τελευταίο καιρό. Αλλά είπαμε οι... θυσίες του μαθητή. Έστω και του μαθητή σε παιδικό σταθμό. Αυτό όμως που δεν μου λείπει με τίποτα είναι η αγάπη των «παππούδων». Και των τεσσάρων.

Την εισπράττω καθημερινά. Με κάθε τρόπο, κάθε στιγμή. Από κοντά, από το τηλέφωνο, από το skype, από το facebook!!! Nαι καλά διαβάζετε. Μέχρι και λογαριασμούς σε skype και facebook άνοιξαν για χάρη μου. Για... χάρη μας, αφού έδω και (περίπου) 1.5 χρόνο έχω κι αδερφάκι. Ο Δημητράκης καθημερινά και δυναμικά διεκδικεί το δικό του μερίδιο. Τόσο από την αγάπη των παππούδων/γιαγιάδων, όσο και από τα παιχνίδια που σκορπισμένα στο πάτωμα τον περιμένουν να τους δώσει ρόλους και να πάρουν ζωή. Ρόλους ζωής... Αυτή είναι η ιστορία μου!
Η ιστορία της γιαγιάς Δέσποινας - Η Κατερίνα Καλού γίνεται παιδί και γράφει ημερολόγιο

Σεπτέμβριος, 1999. Η γιαγιά μου έχει υπερφυσικές δυνάμεις. Πριν από λίγες ημέρες ήμουν σπίτι της όταν έγινε ένας μεγάλος σεισμός. Εκείνη συνέχισε ακάθεκτη να καθαρίζει φασολάκια όσο εγώ τη συμβούλευα να μπει κάτω από το τραπέζι, όπως μας είχαν μάθει στο σχολείο. Δεν με άκουσε.

Εκτός από υπερφυσικές δυνάμεις της όμως, φαίνεται να είναι και ατρόμητη: αφού με πήγε στον κήπο με όλους τους γείτονες για να είμαι ασφαλής, γύρισε στην κουζίνα της, ετοίμασε τη σάλτσα και μου έφερε τα μακαρόνια ώστε να μη μείνω νηστική.

Πλέον, έχω μόνο τη γιαγιά μου τη Δέσποινα εν ζωή. Η οποία, όμως, κάνει για 10 γιαγιάδες και παππούδες μαζί. Είναι ο πιο καλοσυνάτος άνθρωπος που ξέρω και η φροντίδα των παιδιών της μοιάζει να είναι χαραγμένη πολύ βαθιά στο DNA της. Όταν ήμουν πιο μικρή μου τραγουδούσε ένα περίεργο κομμάτι που έλεγε κάτι για την Πόλη και τα προικιά μου. «Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσάφικά σου». Κάπως έτσι έλεγε, αλλά στην τρίτη φορά που θα το «έπαιζε» στο ριπλέι, εμένα θα με είχε πάρει ο πιο γλυκός ύπνος. Δεν έδειχνε να τη νοιάζει κάτι άλλο: παρά μόνο να είμαι καλά εγώ και τα υπόλοιπα εγγόνια της.



Αυτό που μου κάνει περισσότερη εντύπωση σε αυτή τη γυναίκα είναι πώς τα καταφέρνει και τα προλαβαίνει όλα. Δηλαδή, μέσα σε μία ημέρα που εγώ απλώς θα πάω στο σχολείο και στο μπαλέτο, εκείνη θα πάει για ψώνια, θα φτιάξει τα μαλλιά της, θα μαγειρέψει δύο (τουλάχιστον) φαγητά, θα έχει το σπίτι έτοιμο για την επίσκεψη του βασιλιά (στη χειρότερη περίπτωση) και θα έχει πλύνει και τη μισή ντουλάπα. Ακόμη και αν στο τέλος της ημέρας, δεν έφταναν τα 2 φαγητά που είχε φτιάξει, θα έπαιρνε να παραγγείλει από την ταβέρνα της γειτονιάς παϊδάκια κοτόπουλο για την αγαπημένη της εγγονή. Και θα έλεγε στο τηλέφωνο όπως κάθε φορά: «Να μου το προσέξεις μόνο γιατί έχω και μικρό παιδί εδώ»…

Στις υπερφυσικές ικανότητές της, πάντως, νομίζω ότι συγκαταλέγεται και το ότι δεν κάθεται σε ένα μέρος ποτέ. Δεν έχω καταφέρει να μείνω ξύπνια όλη τη νύχτα για να δω αν όντως κοιμάται, αλλά όποτε ξυπνάω το πρωί είναι ήδη στο πόδι και όποτε πέφτω στο κρεβάτι έχει ακόμη πόσες ώρες μπροστά της για να κάνει δουλειές και ετοιμασίες.

Με τη γιαγιά μου συμβαίνει και το άλλο περίεργο: Δεν την έχω ακούσει ποτέ να λέει κακό πράγμα για άνθρωπο. Ούτε να κρατάει κακία σε κάποιον. Ίσως να την έχω δει μια-δυο φορές να νευριάζει αλλά και πάλι επειδή θέλει να είμαστε όλοι καλά, να μην τσακωνόμαστε και να εκτιμάμε αυτά που έχουμε. Γι’ αυτούς και για πολλούς ακόμη λόγους, η αγαπημένη μου μέρα είναι το Σάββατο.

Γιατί πολύ απλά θα κοιμηθώ στης γιαγιάς, θα μου κάνει όλα τα χατίρια και θα φάω και τα καλύτερα φαγητά του κόσμου.
Η ιστορία της κλασικής και της μοντέρνας γιαγιάς - ο Νίκος Αθανασίου γυρνάει στο παρελθόν και καταγράφει τις σκέψεις του

Είναι Χριστούγεννα. Η εποχή που όλοι οι συγγενείς μας έρχονται στο σπίτι για να περάσουμε μαζί τις γιορτές. Μου αρέσει τόσο πολύ όταν γίνεται αυτό και μακάρι να κάθονταν περισσότερες μέρες και ας φεύγω από το κρεβατάκι μου για να κοιμηθώ στον καναπέ! Είναι η αγαπημένη μου εποχή. Δεν έχουμε σχολείο, όλη μέρα παίζουμε ποδόσφαιρο στον κήπο με τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο, τα αδέρφια μου, αλλά και βιντεοπαιχνίδια με τον μπαμπά Γιώργο και τον θείο Απόστολο που συνέχεια λένε ότι έχω «πειράξει» το μηχάνημα για να κερδίζω πάντα! Γελάμε όλοι μαζί, κάνουμε παντομίμα, τρώμε στο ίδιο τραπέζι και περνάμε τέλεια!

Πάντα μαζί μας είναι η γιαγιά η Φωτεινή (η μαμά του μπαμπά) και η γιαγιά η Άντζελα (η μαμά της μαμάς Βέρας). Οι άντρες και της μίας και της άλλης, ο παππούς Νίκος και ο παππούς... Νίκος δηλαδή, είναι παρέα στον ουρανό. Λυπάμαι που δεν θυμάμαι κανέναν από τους δύο αν και μου έχουν πει ότι ήταν καλοί άνθρωποι και με αγαπούσαν πολύ. Βέβαια, και οι δύο μου γιαγιάδες μου δίνουν πολλή αγάπη και... καλό χαρτζιλίκι για να πάρω κανένα παιχνίδι. Ολόκληρο πεντοχίλιαρο κάθε φορά!



Είναι, όμως, τόσο διαφορετικές. Θα σας πω δύο ιστορίες που έγιναν σήμερα, ανήμερα Χριστουγέννων, για να καταλάβετε.

Η γιαγιά η Άντζελα είναι πιο μοντέρνα. Δεν είναι η κλασική γιαγιά, είναι πολύ μπροστά η τύπισσα! Να φανταστείτε την φωνάζουμε «γιαγιά τρελή» και της αρέσει! Γελάει καμιά φορά αν θα μου ξεφύγει καμιά βρισιά μπροστά της, δεν παίρνει το πιπέρι να με κυνηγάει στο σπίτι για να μου ρίξει στο στόμα!

Ακούστε να δείτε τι έγινε σήμερα. Το πρωί και ενώ όλοι ακόμη ροχάλιζαν του καλού καιρού, μου έμαθε να παίζω μπιρίμπα! Μου έδειξε πώς πρέπει να μοιράζω από έντεκα φύλλα στον καθένα, πώς θα κάνω μπιρίμπες, πώς θα μοιράζω τα «μπιριμπάκια» και πώς θα «βγαίνω» για να κερδίζω. Μετά από το μάθημα, παίξαμε μία παρτίδα για να δει αν σκαμπάζω και μάλιστα την κέρδισα! Να φανταστείτε είναι τόσο καλή που με είδε να «κλέβω» ένα μπαλαντέρ και δεν είπε τίποτα!

Το θέμα δεν είναι ότι την κέρδισα αλλά ότι με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε ένα μεγάλο φιλί. Τη γιαγιά την Άντζελα την αγαπάω πάρα πολύ, νομίζω πως είναι ο πιο καλός άνθρωπος που θα γνωρίσω στην ζωή μου και πιστεύω πως όταν μεγαλώσω θα την θαυμάζω για την τρέλα και την δύναμη που έχει μέσα της! Μακάρι να είναι πάντα καλά... Αφού όλη την μέρα παίζαμε ποδόσφαιρο και μονόπολι με τα αδέρφια μου, το βράδυ έκατσα δίπλα στο τζάκι με τη γιαγιά την Φωτεινή. Εκείνη είναι πιο κλασική γιαγιά, αλλά έχει μία παιδική γλύκα.

Είναι σαν παιδί! Δεν την έχω δει να θυμώνει ποτέ, είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Εντάξει, όχι πάντα, καμία φορά κλαίει που θυμάται τον παππού τον Νίκο αλλά της λέω αστεία για να ξεχαστεί παρότι δεν θα με αφήνει να βρίζω! Μου έλεγε, λοιπόν, πως ήταν η ζωή της στην Αίγυπτο που μεγάλωσε εκεί και για τα αδέρφια της. Έχει πέντε αδέρφια! Τον Κώστα, τον Λόλη και τον Μηνά που είναι στην Αυστραλία, τον Αντρέα και τον Μιχάλη.

Εκεί στην Αίγυπτο γνώρισε και τον παππού. Ήταν πολύ όμορφα. Ζούσε σε ένα τεράστιο σπίτι με φοίνικες και μεγάλο κήπο ενώ ο μπαμπάς της ήταν ψαράς, είχε πολλά καϊκια και κάθε μέρα έφερνε σπίτι πολλά ψάρια! Της άρεσε πολύ στην Αίγυπτο αλλά ένας κακός πρωθυπουργός έδιωξε όλους τους ξένους και έπρεπε να ζήσει στην Ελλάδα. Πηγαίνει που και που και βλέπει το σπίτι της. Μακάρι όταν μεγαλώσω να πάω μαζί της στο Πορτ Σάιτ, να δω που μεγάλωσε και που έζησε μαζί με τον παππού τον Νίκο. Η γιαγιά η Φωτεινή είναι ένας άγγελος και την αγαπάω πάρα πολύ κι εκείνη και όταν γίνω μεγάλος θα την βοηθάω όταν μου το ζητάει και δεν θα την ξεχάσω ποτέ!
Η ιστορία των πιο γλυκών ανθρώπων - Ο Παναγιώτης Δαλαταριώφ γράφει για τις δικές του αναμνήσεις

Για τον παππού μου τον Σταύρο, τον άνθρωπο που με έχει μάθει μόνο να αγαπάω, μπορώ να γράψω βιβλία. Το ίδιο και για τη γιαγιά μου και γυναίκα του, την Κατίνα. Οι πιο γλυκοί άνθρωποι, οι πιο αγνές και «καθαρές» ψυχές που έχω γνωρίσει. Απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου αυτοί οι δύο είναι για μένα δύο μοχλοί που με κινούν και μπορούν να με κάνουν ό,τι θέλουν με ένα απλό τους βλέμμα. Με ένα... σφύριγμα. Αυτό το σφύριγμα άκουγα από τον κυρ Σταύρο κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι. Άνοιγε η πόρτα και από την είσοδο μέχρι το δεύτερο όροφο άκουγα αυτό το σφύριγμα.

Θυμάμαι πως με το ζόρι περπατούσα και με το που άκουγα αυτό το «φςςςς» τον περίμενα στην πόρτα, όπως κάνει ο σκύλος μου ο Κάρλος, κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι. Σήμερα αυτό το σφύριγμα, λόγω απόστασης, δεν το ακούω τόσο συχνά. Είναι τόσο δυνατός ο ήχος του όμως, που κάνει να σιωπά οτιδήποτε άσχημο μπορεί να μου συμβεί κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου. Φέρνω στο νου τη στιγμή που έφτανε στ' αυτιά μου αυτός ο ήχος, τα βήματά του στα μαρμάρινα σκαλοπάτια μέχρι να ανέβει στο σπίτι μου για να με αγκαλιάσει και να πιει τον ελληνικό του (πάντα μονός και σκέτος) παίζοντας μαζί μου.



Φυσικά κάτω από την αριστερή του μασχάλη η αγαπημένη του εφημερίδα και πάντα το μουστάκι του λεπτά ξυρισμένο, σαν τσιγαρόχαρτο πάνω από το χείλος του. Ακόμη έτσι είναι η καθημερινότητά του σήμερα. Μόνο που πια δεν είμαι τριών, δεν μένουμε τόσο κοντά και δεν παίζουμε. Αυτός ο άνθρωπος, όμως, φρόντισε να μου δημιουργήσει εικόνες που... σκαλίζοντας τη λήθη μου, αποτυπώνεται αβίαστα ένα χαμόγελο λησμονιάς. Και προσμονής μέχρι να τον δω ξανά. Να μιλήσουμε για τον Ολυμπιακό και να πιούμε παρέα τον ελληνικό μας. Σκέτο κι οι δύο. Και να ρίξει και ένα «φςςς» στον αποχαιρετισμό μας στην πόρτα. Να το πάρω για παρέα. Μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθούμε σπίτι του πια.
Η ιστορία του Euro - Ο Βασίλης Τσίγκας βλέπει μπάλα με τον παππού του

Ήταν καλοκαίρι του 2004. Δεν ήμουν και τόσο... παιδάκι όσο οι παραπάνω. Ήμουν όμως ένα μικρό παιδί και οι εικόνες εκείνες αποτυπώθηκαν για τα καλά στο μυαλό μου. Θα βρίσκονται εκεί για χρόνια. Καλά φυλαγμένες. Δυνατές μνήμες, έντονες... «Παππού, ένα λεπτό έμεινε», προσπάθησα να του πω, όμως πέρασε σαν σκιά από μπροστά μου κι έκλεισε πίσω του την γυάλινη πόρτα του σαλονιού. Δεν έφυγε, όμως. Έκατσε από πίσω και προσπαθούσε να ακούσει. Η φωνή του δημοσιογράφου είχε πλέον βραχνιάσει, με δυσκολία έβγαινε και με ακόμα μεγαλύτερη καταλάβαινες τι έλεγε. «Δεν ακούω τι γίνεται, κλείσε τη φωνή και πες μου εσύ. Περίγραψέ μου το ματς», φώναξε ο παππούς μου πίσω από την πόρτα.



«Λιγότερο από λεπτό έχει μείνει, μακρινή μπαλιά στην περιοχή της Πορτογαλίας, απομακρύνουν, έρχεται ο Ζαγοράκης, σουτάρει, άουτ!», φώναξα με όση φωνή μου είχε μείνει κι εμένα. «Μισό λεπτό παππού, μισό λεπτό!». Τον έβλεπα μέσα από το γυαλί να έχει κολλήσει τις παλάμες του και να προσεύχεται. Ο Ρικάρντο εκτέλεσε το άουτ και ο Μάρκους Μερκ σφύριξε το τέλος. «Τελείωσε παππού! Τελείωσε! Τελείωσε!», ούρλιαξα κι έτρεξα στην πόρτα! Την άνοιξα και είδα τον παππού μου να κλαίει σαν παιδί! «Κερδίσαμε! Το πήραμε!». «Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω…». Μόνο αυτές οι τρεις λέξεις έβγαιναν από τα χείλη του ενώ χοροπηδούσαμε αγκαλιασμένοι κάμποσα λεπτά στη μέση του διαδρόμου.
H ιστορία μιας γλυκιάς σχέσης - Ο Πολύδωρος Παπαδόπουλος γράφει για τη σημασία της αγάπης

Ο παππούς. Ο άνθρωπος που με πήγε πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό και για ένα μήνα περίμενε καρτερικά έξω από αυτόν, μήπως στεναχωρηθώ, κλάψω και θέλω να φύγω. Παππούς σήμαινε παιδική χαρά κάθε μέρα, δε χαλούσε ποτέ το χατίρι, με ή χωρίς μαγκούρα. Ηταν εκεί για να σε βλέπει χαμογελαστό. Παππούς σήμαινε το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο κάθε χρονιάς. Μαζί στην τράπεζα για να το εισπράξει κι έπειτα στο συνοικιακό μαγαζί παιχνιδιών…

Ένα μεγάλο πειρατικό καράβι playmobil, ένα οχυρό των Γιάνκις, η πρώτη δερμάτινη μπάλα… Κι αν δεν ήθελες να τον βάλεις στην παρέα σου επειδή ντρεπόσουν που ήταν μεγάλος, αυτός δε στενοχωριόταν, ήταν ευχαριστημένος που σε έβλεπε να διασκεδάζεις. Παππούς σήμαινε το πρώτο μεγάλο χαρτζιλίκι.



Εδώ ήθελε αντάλλαγμα, μια «Καλημέρα» κάθε πρωί, γιατί όπως έλεγε «Ετσι θα πάει καλά η μέρα μου…». Ο Παππούς ήταν εκεί να υπερασπιστεί την κάθε ζαβολιά που έκανα και πάντα τα έβαζε με τον πατέρα μου για να γλιτώσω την κατσάδα. Ηταν ο άνθρωπος που τα μεσημέρια της Κυριακής, όταν οι γονείς έβρισκαν ευκαιρία για τη βόλτα έχανε την αγαπημένη του μουσική εκπομπή στο ράδιο για να ακούσω ΕΡΑ Σπορ. Μπορεί η σχέση του με τη μπάλα να ήταν… ανύπαρκτη, αλλά προσπαθούσε να μάθει για να έρθει κοντά μου. Παππούς ήταν ο πρώτος… μάγος που αντίκρισα. Το παιχνίδι με τις τσέπες και τις καραμέλες ήταν απίθανο…

Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω θα ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί του. Δεν θα του θύμωνα όταν μου έκανε κήρυγμα, γιατί πολλά τα βρήκα μπροστά μου. Ηταν αυτή η σοφία ετών που την αντιλαμβανόμουν ως κριτική. Θα μοιραζόμουν πολλά πράγματα μαζί του, γιατί ήταν από τους λίγους ανθρώπους που ήθελε να μαθαίνει μικρά πράγματα της ζωής μου επειδή με λάτρευε. Δεν θα του έλεγα ποτέ ψέματα.

Παππούς για μένα σημαίνει αγάπη, στοργή κι ένα ζεστό καταφύγιο!