Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Το ΝΑΤΟ τελείωσε - Τι επιπτώσεις έχει αυτό για την Ελλάδα;



Μια προσεκτική ανάλυση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα, αποδεικνύει ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα έπαψε να υπάρχει.

Η σύντομη αλλά με ξεκάθαρο μήνυμα ομιλία Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τράμπ ήταν αποκαλυπτική. Τα έψαλε στους συμμάχους παρουσία των ηγετών, για την αποτυχία τους να εκπληρώσουν εδώ και αρκετά χρόνια τις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στη Συμμαχία, φτάνοντας στο σημείο να έμμεσα να αμφισβητήσει και τον ακρογωνιαίο λίθο του Άρθρου 5 της Συμφωνίας, βάση του οποίου η επίθεση εναντίο ενός μέλους αποτελεί επίθεση εναντίον όλων.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να παραμελούν τις αμυντικές δαπάνες και να στρέφουν τα κονδύλια σε κοινωνικά και συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Όσο και να προσπαθούν κάποιοι να επιρρίψουν την ευθύνη για την κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, στον Πρόεδρο Τράμπ και την κυβέρνησή του, δεν πρόκειται για μια πολιτική της Ουάσιγκτον η οποία θα αλλάξει με έναν άλλο Πρόεδρο στο μέλλον.
Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπούς έκανε ξεκάθαρο στους συμμάχους ότι οι σχέσεις θα περνούν μέσα από το πρίσμα της συνεργασίας στα προγράμματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Σε απάντηση η Γερμανία και η Γαλλία συμπαρατάχθηκαν με τη Ρωσία και εναντιώθηκαν στην επέμβαση στο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, η Ουάσιγκτον ζήτησε την αύξηση του αριθμού των συμμαχικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν έτσι ώστε να μην υπάρξει ανασύνταξη των Ταλιμπάν. Όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις με τον Ομπάμα, το αίτημά του απορρίφθηκε με τυμπανοκρουσίες.

Είναι θεμιτό να διαφωνεί κανείς με τις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ και τη σύνδεση μεταξύ των προγραμμάτων καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Παρόλα αυτά, η θέση των ΗΠΑ ότι οι σύμμαχοί δεν εκπληρώνουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και ότι υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ της παροχής στήριξης από την Ουάσιγκτον στον τομέα της ασφάλειας και την υποστήριξη στο θέμα της τρομοκρατίας, δεν έχει να κάνει με τον Πρόεδρο Τράμπ. Αυτό αποτελεί πολιτική και μάλιστα διακομματική στις ΗΠΑ. Αυτό είναι γραμμένο σε πέτρα και δεν σβήνει. Και σαν αποτέλεσμα αυτού πολλά από τα μέχρι σήμερα δεδομένα τινάζονται στον αέρα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απελευθερωμένες από την ανάγκη να διατηρούν μόνιμα στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος και από την ανάγκη προετοιμασίας για την πιθανότητα μαζικής αποστολής στρατευμάτων στην Γηραιά Ήπειρο, και κυρίως απελευθερωμένες από την ανάγκη να είναι υπεύθυνες για την παγκόσμια ασφάλεια, έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στον προ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στρατηγική, αυτής της διαρκούς επίθεσης. Λίγα στρατεύματα που προστατεύουν την πρώτη γραμμή και μικρή ανάγκη να προστρέξουν σε βοήθεια κάθε χώρας στον πλανήτη. Την ίδια στιγμή προχωρούν στη διαμόρφωση ενόπλων δυνάμεων οι οποίες μπορούν να επέμβουν οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή.

Για έναν πλανήτη που η φυσική και οικονομική του ασφάλεια βασίζονταν στη δραστήρια και εποικοδομητική εμπλοκή των ΗΠΑ, μια Αμερική που είναι διαρκώς απρόβλεπτη αποτελεί μια δυσμενή εξέλιξη. Και η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα ιδιαίτερο για να συμβεί αυτό.

Η Μεγάλη Βρετανία και η Τερέζα Μέι, έχει ήδη προχωρήσει σε συμφωνία με την κυβέρνηση Τράμπ, για περαιτέρω συντονισμό σε επίπεδο στρατηγικής. Αυτό δεν έγινε λόγω του ουσιαστικού τερματισμού του ΝΑΤΟ, όπως το γνωρίζαμε, αλλά λόγω του Brexit. Η αποχώρηση του Λονδίνου από την παραπέουσα Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρεώνει του Βρετανούς να προχωρήσουν σε σημαντική αύξηση των επιχειρήσεων τους, σε διπλωματικό επίπεδο και σε επίπεδο υπηρεσιών πληροφοριών. Η Πρωθυπουργός Μέι, πούλησε αυτή τη συνεργασία με αντάλλαγμα μια στενότερη συμμαχία με την Ουάσιγκτον. Οπότε η σύζευξη μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου έχει ήδη γίνει. Η Ρωσία, για δεκαετίες εύχονταν να υπάρξει μια διάσπαση μεταξύ των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, και η ημέρα αυτή έφτασε. Η δημογραφική εικόνα της Ρωσίας, είναι εικόνα κατάρρευσης με αποτέλεσμα πολύ δύσκολα τα επόμενα χρόνια η Μόσχα θα μπορεί να διατηρήσει ικανές, όσο αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, ένοπλες δυνάμεις. Στην παρούσα φάση και με τις σημερινές ένοπλες δυνάμεις της, τα σύνορα της Ρωσίας είναι δύσκολα υπερασπίσιμα, με αποτέλεσμα το Κρεμλίνο να επιδιώκει να επεκτείνει τα σύνορα στα επίπεδα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτό θα φέρει τη Ρωσία σε σύγκρουση με 11 χώρες, ανάμεσα στις οποίες είναι πέντε που είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος αυτής της σύγκρουσης, οι ΗΠΑ. Η αποχώρηση των ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει αυτά τα σχέδια των Ρώσων. Δύο χώρες οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τεράστιο και άμεσο πρόβλημα από αυτή την εξέλιξη είναι η Πολωνία και η Ρουμανία. Η Μόσχα πιστεύει ότι αυτές είναι δυο από τις πέντε χώρες του ΝΑΤΟ που πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ασφαλίσει. Χωρίς εξωτερική βοήθεια καμία από τις δύο δεν μπορεί να αποκρούσει τη Ρωσία.

Η αποχώρηση της Ουάσιγκτον θα τις εξαναγκάσει να στραφούν σε παρακείμενες δυνάμεις, με τις οποίες δεν έχουν και τις καλύτερες των σχέσεων. Στην ουσία δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την Πολωνία χωρίς την υποστήριξη και μάλιστα επί πολωνικού εδάφους, από μεγάλο αριθμό στρατευμάτων της Γερμανίας. Το Βερολίνο δεν διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό στρατευμάτων, αλλά και να τον είχε, το ιστορικό παρελθόν και η καχυποψία στη σχέση των δυο χωρών δεν ευνοεί κάτι τέτοιο. Όσο αφορά την Τουρκία, από την εποχή της κυβέρνησης Μπούς και τη ρήξη στις σχέσεις λόγω της επέμβασης στο Ιράκ, η χώρα έχει θέσει στην ουσία τον εαυτό της εκτός ΝΑΤΟ. Σαν αποτέλεσμα στην παρούσα συγκυρία το πόσο θα προχωρήσουν τα σχέδια της Μόσχας στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, θα κριθεί από την πολιτική στην Άγκυρα. Το να προβλέψει κανείς τι ακριβώς θα γίνει είναι το λιγότερο παρακινδυνευμένο, ειδικά με τον απρόβλεπτο και εξαιρετικά επικίνδυνο Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία. Παρόλα αυτά κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει η σχέση με τη Γερμανία.

 Η Γερμανία και η Τουρκία είναι οι μόνες χώρες στην Ευρώπη, που έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν τα σχέδια του Κρεμλίνου. Αυτή τη στιγμή οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Άγκυρας βρίσκονται ένα βήμα πριν την απόλυτη κατάρρευση. Οι άλλες τρείς χώρες, που βρίσκονται στο στόχαστρο της Ρωσίας, είναι αυτές της Βαλτικής, Εσθονία, Λάτβια, Λιθουανία. Η Σουηδία είναι η χώρα στην οποία βασίζονται και θεωρούν ως το μεγαλύτερο υποστηρικτή τους. Η Στοκχόλμη έχει να κάνει μια επιλογή. Να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας και να δει τις Βαλτικές Δημοκρατίες να καταρρέουν ή με δεδομένο ότι έχει τις ένοπλες δυνάμεις, την οικονομική και διπλωματική δύναμη να δημιουργήσει μια Σκανδιναβική συμμαχία για να στηρίξει τις τρείς χώρες έναντι της Μόσχας. Μένει να το δούμε. Ενδιαφέρον έχει η στάση των δυο μνηστήρων εκτός ΝΑΤΟ, της Ιαπωνίας και της Κίνας.

Ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός, Σίνζο Άμπε, ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε τον Πρόεδρο Τράμπ, ακόμη και πριν την ορκωμοσία του, αλλά και επίσημα στο Λευκό Οίκο, μετά την Πρωθυπουργό Μέι. Και τον επισκέφθηκε προσφέροντας μια μεγάλη αμοιβή, τεράστιες επενδύσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο ηγέτης της Ιαπωνίας, βλέπει ότι είναι σχεδόν βέβαιο η χώρα του να έρθει σε σύγκρουση με την Κίνα στο άμεσο μέλλον και θέλει να εξασφαλίσει ότι η Ουάσιγκτον θα παραμείνει τουλάχιστον ουδέτερη. Με δεδομένη μια ουδετερότητα της Ουάσιγκτον, το Τόκιο έχει μεγάλες πιθανότητες να επικρατήσει στη σύγκρουση με το Πεκίνο. Οι Κινέζοι βασίζονται πάρα πολύ στις προμήθειες μέσω θαλάσσιων οδών, τόσο σε αγαθά όσο και σε ενέργεια. Το Ναυτικό της Ιαπωνίας έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και είναι λιγότερο εκτεθειμένο στρατηγικά. Και ειδικά τώρα που το δεύτερο ιαπωνικό αεροπλανοφόρο είναι επιχειρησιακά έτοιμο, το Τόκιο είναι απόλυτα έτοιμο.

Η Κίνα, θα πρέπει να θεωρεί ως πολύ αρνητική εξέλιξη την ουσιαστική αποχώρηση της Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ. Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ δεν θα είναι δεσμευμένες στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων, η δύναμη της Αμερικής απελευθερώνεται. Αυτό διευρύνει σε μεγάλο βαθμό το ρόλο του Αμερικανικού Ναυτικού στο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Και όσοι καταλαβαίνουν γνωρίζουν ότι το Ναυτικό είναι το πλέον ικανό σώμα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για την αναχαίτιση της Κίνας. Η Κίνα έχει βρεθεί πλέον σε πολύ δύσκολη θέση. Για δεκαετίες δεν είχαμε παγκόσμια ή περιφερειακή σύγκρουση πέρα από αυτή του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, και αυτό λόγω του ότι η Ουάσιγκτον φρόντιζε για τα πάντα. Η Αμερική βρίσκεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αργά αλλά σταθερά σε μια πορεία απεμπλοκής από το σύστημα συμμαχίας του Ψυχρού Πολέμου. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αποτελούν, παρόλα αυτά, την τελευταία πινελιά, στην πορεία αυτής της απεμπλοκής. Βρισκόμαστε στην προκαταρτική φάση όπου κανείς δεν γνώρισε που στέκονταν η Ουάσιγκτον.

 Τώρα πλέον αρχίζει να γίνεται κατανοητό το μέγεθος της απουσίας των ΗΠΑ. Με την αποχώρηση της Αμερικής κάθε χώρα στον κόσμο και ειδικά στην Ευρώπη, χρειάζεται να βρει τρόπο να εξασφαλίσει την οικονομική και φυσική της ασφάλεια. Είναι βέβαιο ότι κάθε χώρα θα έχει διαφορετική άποψη και ιδέες για την επίτευξη αυτού του στόχου. Και ειδικά με μια ΕΕ, η οποία το λιγότερο τρίζει, οι αντεγκλήσεις και τα συγκρουόμενα συμφέροντα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Οπότε το πάρτι αρχίζει και θα είναι τραγελαφικό. Δυστυχώς μέσα σε αυτή τη θύελλα που βρίσκεται προ των πυλών, η Ελλάδα βρίσκεται σε απόλυτο χάλι, χωρίς στρατηγική, στη δίνη της γερμανικής Ευρώπης και των μνημονίων της Μέρκελ και του Σόϊμπλε.

 Κανείς δεν ασχολείται με τέτοιου είδους στρατηγικούς προβληματισμούς και δεν σκέφτεται το που θα πρέπει να ακουμπήσει η χώρα. Το μένουμε Ευρώπη, και ειδικά στη σημερινή Ευρώπη, είναι όχι απλά ρομαντικό αλλά ανόητο και σίγουρα δεν φτάνει από μόνο του, για να εξασφαλιστεί το μέλλον της χώρας. Κάποιοι βιάστηκαν να προβλέψουν το τέλος της ιστορίας. Κάποιοι πάτησαν και συνεχίζουν να πατούν στην ασυνάρτητη παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς για αυτούς και για τον πλανήτη η ιστορία επιστρέφει δριμύτερη σε έναν πλανήτη που την έχει ξεχάσει και πάνω από όλα δεν έχει βιώσει πόσο αιματηρή μπορεί να γίνει.