Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Γαργάρα και αύτο...

papakonstantinou-650

Ένοχος για πλημμέλημα ο Παπακωνσταντίνου σύμφωνα με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου. Ένοχος κρίθηκε για νόθευση εγγράφου και αθώος για απόπειρα απιστίας.

Η δίκη του πρώην υπουργού Οικονομικών διήρκεσε ένα μήνα, με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου από την πρώτη ημέρα να αρνείται ότι ήταν εκείνος που αφαίρεσε τα ονόματα των τριών συγγενών του από την επίμαχη λίστα.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου sύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται ότι από την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ με τα 2.062 ονόματα καταθετών στην Ελβετία, η οποία στάλθηκε από τη Πρεσβεία μας στο Παρίσι χέρι με χέρι στο γραφείο του πρώην υπουργού Οικονομικών, αφαίρεσε τρία ονόματα συγγενικών προσώπων του (εξαδέλφες του).

Ο ίδιος και οι συνήγοροί του υποστήριξαν ότι του «την έστησαν» και κάποιοι –καλοί γνώστες περί των ηλεκτρονικών υπολογιστών- μπαινοέβγαιναν στους υπολογιστές του υπουργείου Οικονομικών και άλλου, χωρίς να αφήνουν ίχνη και άλλαζαν τις ημερομηνίες και σκόπιμα διέγραψαν τα ονόματα των συγγενών του.

Ακόμη, ο κ. Παπακωνσταντίνου και οι δικηγόροι του σε διάφορους τόνους και με διάφορους τρόπους (έμμεσους και ευθέως) σε όλη την ακροαματική διαδικασία έδειξαν ως δράστες της λαθροχειρίας, κατά πρώτον, τον πρώην προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Ιωάννη Διώτη και κατά δεύτερον τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο. Να σημειωθεί ότι ο τελευταίος ήταν και ο διάδοχος του κ. Παπακωνσταντίνου στο υπουργείο Οικονομικών.

Όπως είναι γνωστό ο πρώην υπουργός Οικονομικών αντιμετώπιζε - σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα - δύο κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου.

Συγκεκριμένα τα αδικήματα για τα οποία παραπέμφθηκε ο πρώην υπουργός Οικονομικών είναι: 1) της νόθευσης δημοσίου εγγράφου και 2) της απόπειρας απιστίας.

Ενοχή ζήτησε η εισαγγελέας

Η εισαγγελέας της έδρας Ξένη Δημητρίου υποστήριξε ότι ο μοναδικός δράστης της λαθροχειρίας της λίστα Λαγκάρντ είναι ο πρώην υπουργός Οικονομικών, αποκλείοντας κάθε άλλο ενδεχόμενο.

Η οποιαδήποτε απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου δεν επιδέχεται κανενός ενδίκου μέσου (αναίρεση). Δηλαδή η απόφαση είναι αμετάκλητη.

Υπενθυμίζεται ότι τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου που αποφασίζουν επί της ενοχής ή μη του πρώην υπουργού Οικονομικών είναι:

Πρόεδρος ο αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος και εισαγγελέας η Ξένη Δημητρίου – Βασιλοπούλου.

Τακτικά μέλη από το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι οι: Αγγελική Θεοφιλοπούλου, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ, Δημοσθένης Πετρούλιας, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ και οι σύμβουλοι Επικρατείας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνος Πισπιρίγκος και Ταξιαρχία Κόμβου.

Αναπληρωματικά μέλη από το ΣτΕ είναι ο αντιπρόεδρος και πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος ΣτΕ Αθανάσιος Ράντος και οι σύμβουλοι Επικρατείας Ηρακλής Τσακόπουλος και Εμμανουήλ Κουσιούρης.

Από τον Άρειο Πάγο εκτός του κ. Πάσσου και της κυρίας Δημητρίου-Βασιλοπούλου, είναι οι εξής αρεοπαγίτες ως τακτικά μέλη Κωνσταντίνος Τσόλας, Δημήτριος Κράνης, Δημήτριος Κόμης, Αντώνης Ζευγώλης, Αργύριος Σταυράκης και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου.

Αναπληρωματικά μέλη από τον Άρειο Πάγο είναι οι αρεοπαγίτες, Ιωάννης Γιαννακόπουλος, Κωνσταντίνος Φράγκος και Ερωτόκριτος Καλούδης.

Αναπληρωματικός εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου είναι ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπομπόλης.

Η παραπομπή

Τον κ. Παπακωνσταντίνου παρέπεμψε σχετικά το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου με ψήφους 4 προς 1, ύστερα από τη θετική (ως προς την παραπομπή) εισήγηση του κ. Βασίλη Πλιώτα. Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Το σκεπτικό του βουλεύματος

Το σκεπτικό του βουλεύματος έχει μεταξύ άλλων τα εξής βασικά σημεία:

Τη νόθευση επέφερε ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου, για να μη θιγεί η πολιτική του εικόνα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά : «… ο οποίος, με την ενέργειά του, αφ’ ενός απέβλεπε στην αποφυγή βλάβης της πολιτικής του εικόνας, ως Υπουργού Οικονομικών, η οποία θα μπορούσε να επέλθει με την αποκάλυψη ότι συγγενείς του αναφέρονταν ως δικαιούχοι λογαριασμών στη «λίστα Falciani», και αφ’ ετέρου επιδίωκε την εξυπηρέτηση των εν λόγω συγγενών του, με την αποτροπή φορολογικού ελέγχου εις βάρος τους».

Οι δικαστές απορρίπτουν ως μη πειστικούς τους ισχυρισμούς του κ. Παπακωνσταντίνου, τόσο ότι δεν προέβη αυτός στην ένδικη νόθευση όσο και ότι αυτή έγινε από άλλο πρόσωπο, για να ενοχοποιηθεί ο ίδιος. Πρωτίστως, διότι θα έπρεπε να συμβαίνουν «πέντε απίθανες συμπτώσεις», λένε οι δικαστές, κοινώς θα έπρεπε να έχει συνωμοτήσει το σύμπαν για να ενοχοποιηθεί ο πρώην υπουργός.

Και προσθέτουν στο σκεπτικό: «Εξ άλλου, το γεγονός ότι ο κ. Ιωάννης Διώτης, στις καταθέσεις που κατά καιρούς έδωσε, προέβη σε παλινωδίες ως προς το χρόνο, κατά τον οποίο η φορητή μονάδα αποθήκευσης USB περιήλθε και παρέμεινε στην κατοχή του, αυτό και μόνο και χωρίς να συνδυάζεται με άλλη, συγκεκριμένη και ευλογοφανή εκδοχή αλλοιώσεως του περιεχομένου του εν λόγω USB από τρίτο πρόσωπο, δεν αρκεί για να κλονίσει την κρίση περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων, όπως αυτές έχουν ήδη εκτεθεί, ότι ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου προέβη στην επίμαχη αλλοίωση».

Είναι, δε, ξεκάθαρο – σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες - ότι ο κ. Παπακωνσταντίνου ό,τι έκανε το έκανε μόνος του, ουδόλως παρακινούμενος από τους συγγενείς του. Τονίζουν ότι κανένα αξιόλογο αποδεικτικό στοιχείο δεν υπάρχει στη δικογραφία σχετικά με τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία έγινε η σχετική παρακίνηση, ως εκ τούτου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία που τους βάραινε για ηθική αυτουργία. Και δεν αρκεί ως αποδεικτικό στοιχείο, από μόνη της, η συγγένεια τους.

Σημαντικό, βεβαίως, από κάθε άποψη είναι και το σκεπτικό του δικαστή που μειοψήφησε, του αρεοπαγίτη κ. Χριστόφορου Κοσμίδη, ο οποίος τόνισε ότι «δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο».

Σημειώνεται συγκεκριμένα ότι «το φερόμενο ως, κατ’ αρχήν, περισσότερο εύλογο ενδεχόμενο της νόθευσης του αντιγράφου USB από τον κατηγορούμενο Γ. Παπακωνσταντίνου εξασθενίζει σοβαρά, αν ληφθούν υπ’ όψη οι παλινωδίες του Ι. Διώτη, η επεξεργασία, την οποία είχε το περιεχόμενο του αντιγράφου USB στο laptop του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, οι μετακινήσεις του αντιγράφου USB μεταξύ των τριών Η/Υ, που προαναφέρθηκαν και, μάλιστα, σε ημέρες, οι οποίες θεωρούνται κρίσιμες για το χρόνο νόθευσης του περιεχομένου του, η πρόνοια να καταστραφεί τόσο το περιεχόμενο του αντιγράφου USB όσο και τα περαιτέρω αντίγραφα, που είχαν δημιουργηθεί στο laptop του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, επί των οποίων θα μπορούσαν να ανιχνευθούν ίχνη διαγραφής των τριών αρχείων, εφ’ όσον η διαγραφή είχε γίνει επ’ αυτών και, τέλος, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι υπήρξε σκευωρία σε βάρος του».

Συμπληρώνεται, μάλιστα, ότι οι υπάρχουσες ενδείξεις «δεν φαίνεται εφικτό να ενισχυθούν στο ακροατήριο». Συγκεκριμένα: «Οι υπάρχουσες ενδείξεις, οι οποίες πιθανολογούν ένα ενδεχόμενο, το οποίο προκύπτει ως συμπέρασμα συλλογισμού (ήτοι, α: λείπουν τρία αρχεία, β: τα αρχεία αυτά αφορούν σε συγγενείς του κατηγορουμένου, άρα γ: ο κατηγορούμενος, που υπήρξε ο δημιουργός και πρώτος κάτοχος του αντιγράφου USB, διέγραψε τα αρχεία που λείπουν), δεν φαίνεται εφικτό να ενισχυθούν στο ακροατήριο».