Στην ομιλία του αναφέρθηκε στις «δυσκολίες της Ευρωζώνης να χειριστεί πειστικά το πρόβλημα μιας μικρής χώρας με περιορισμένη οικονομική σημασία για το σύνολο της Ένωσης ως ένα ακόμη παράδειγμα ότι μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική είναι αναγκαία». Μίλησε για τη «μεταρρυθμιστική κούραση» που επικράτησε μετά το 2000 και για το σύνδρομο του «βραχυπροθεσμισμού».
Παρατήρησε ότι «η νέα ελληνική κυβέρνηση, που ανέλαβε τον Ιανουάριο του 2015, είχε δεσμευτεί στο προεκλογικό της πρόγραμμα να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα όμως είχε δηλώσει ότι θα ισχύσουν νέοι κανόνες στη σχέση Ελλάδας-Ευρωζώνης. Αυτό δεν συνέβη. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε στις 20 Φεβρουαρίου τη συνέχιση της εφαρμογής της υφιστάμενης συμφωνίας με τους δανειστές της το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει τη συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας».
«Η εξέταση του αιτήματος της Ελλάδας για την αναδιάρθρωση του χρέους της αναβλήθηκε για αργότερα. Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου κατοχύρωσε την κοινή θέληση να συνεχισθεί η κοινή πορεία στο υπάρχον πλαίσιο. Προέκυψαν προβλήματα για τα αυτονόητα, που κατέληξαν στη συμφωνία των Βρυξελλών της 20ης Μαρτίου. Σύμφωνα με αυτήν «η Ελλάδα ανέλαβε την ευθύνη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων» και θα παρουσιάσει «έναν πλήρη κατάλογο των συγκεκριμένων» που θα εξετασθεί από το Eurogroup. Η θετική εξέταση από το Eurogroup συνεπάγεται τη συνέχιση της χρηματοδότησης, η αρνητική τη διακοπή της. Πρόκειται για επανάληψη της προηγούμενης συμφωνίας».
«Η Ελλάδα ήταν η αφορμή της κρίσης της Ευρωζώνης, όχι όμως η αιτία της. Η τρέχουσα κρίση είναι κατά ένα μικρό μόνο ποσοστό κρίση δημοσίου χρέους, και αυτό αφορά κυρίως την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Η άρνηση της Γερμανίας να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση ώστε να διευκολύνει τις εισαγωγές από τις χώρες του Νότου, η πτώση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας έδειξαν ότι αιτίες της ήταν επίσης η κρίση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, του τραπεζικού συστήματος αρκετών χωρών-μελών καθώς και κρίση ελέγχου και εποπτείας από τις δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές της Ευρωζώνης. Ιδίως στις περιπτώσεις της Ελλάδος και της Πορτογαλίας η αντιμετώπιση της κρίσης συνδεόταν με τη διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, που είχαν δανείσει άκριτα υπερβολικά ποσά και διέτρεχαν κίνδυνο πτώχευσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια συνολική πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης».
«Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι όλο και περισσότερο αναγκαία επειδή η παγκοσμιοποίηση, έχει αυξήσει κατά πολύ την ικανότητα των αγορών να κατευθύνουν και να αποφασίζουν την πολιτική. Η ισορροπία μεταξύ της εξουσίας των αγορών και της εξουσίας των κρατικών θεσμών δεν υπάρχει πια. Οι αγορές έχουν κερδίσει έδαφος. Το υφιστάμενο παγκόσμιο σύστημα χρειάζεται γι’ αυτό μηχανισμούς που ελέγχουν τις διεθνείς αγορές, κανόνες για να καταπολεμείται η διεθνής κερδοσκοπία και κέντρα πολιτικής εξουσίας που να είσαι σε θέση να επιβάλλουν συμπεριφορές τις αγορές ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πολιτών. Η πολιτική ένωση είναι αναγκαία».
«Η Ευρωζώνη είναι ένα επίτευγμα το οποίο για οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ανατραπεί. Μία επιστροφή σε διαφορετικά νομίσματα των χωρών μελών της ούτε χρήσιμη ούτε δυνατή είναι. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνδέσεις μεταξύ των κρατών έχουν πάρει πρωτόγνωρη έκταση, η επιστροφή στην απόλυτη αυτονομία δεν είναι πια δυνατή».
«Οι πολίτες, αν και θέλουν να προχωρήσει η οικονομική ενοποίηση, δεν αποδέχονται να υπάρχει μια υπέρτερη οικονομική εξουσία που θα μπορεί να αποφασίζει για θέματα της χώρας τους αγνοώντας την άποψη της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου τους. Το επίκεντρό της είναι η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς και όχι η διόρθωση των συνεπειών της αγοραίας οργάνωσης. Η κοινωνική δικαιοσύνη πάσχει. Αλλά και η δημοκρατία υποφέρει. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ, της Κίνας και άλλων χωρών με εκατοντάδες εκατομμύρια πληθυσμό, αν επιμένουμε στην πολυδιάσπαση, σε κρατίδια, στους εθνικούς εγωισμούς και στην μονήρη πορεία του κάθε κράτους».
«Η Ευρωζώνη σήμερα έχει εξελιχθεί σε ένα σύστημα κοινής αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων και οικονομικής διακυβέρνησης. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όχι μόνον οικονομικοί λόγοι αλλά και ευρύτερες πολιτικές σκοπιμότητες και η κοινοτική αλληλεγγύη παίζουν ρόλο στις αποφάσεις της. Εξωπραγματική είναι η άποψη του ελληνικού κυβερνητικού κόμματος, ότι θα ανατρέψει με άλλα αριστερά κινήματα το υπάρχον καθεστώς και θα δημιουργήσει μια διαφορετική Ευρώπη. Η σημερινή Ευρώπη είναι αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών εξήντα και πλέον ετών στις οποίες συμμετείχαν ορισμένες από τις πλέον αναπτυγμένες κοινωνίες του κόσμου. Αποτελεί ένα ιστορικό δεδομένο. Οι όποιες αλλαγές προϋποθέτουν μια εξίσου μακριά ιστορία κοινωνικών εξελίξεων».
«Ως σήμερα η Ευρώπη είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κρίσεις αλλά δεν έχει τις δυνατότητες να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις αιτίες τους. Πολλοί προέβλεπαν και συνεχίζουν να προβλέπουν ένα Grexit. Αλλά Exit οποιασδήποτε χώρας από την Ευρωζώνη δεν είναι μάλλον δυνατό. Τόσο γιατί η ίδια η χώρα θα διατρέξει τον κίνδυνο μιας οικονομικής καταστροφής όσο και γιατί η Ευρωζώνη, παρά το περιορισμένο οικονομική κόστος που θα υποστεί, θα χρεωθεί μια αποτυχία ασυμβίβαστη με το κύρος της».
«Η ισχυρή παρουσία στην Ένωση που επιθυμεί η Ελλάδα προϋποθέτει την υπέρβαση της υστέρησής της, συνεχείς μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, αλλαγές στην οικονομία, επεμβάσεις στην κοινωνία ώστε να περιορισθούν τα πελατειακά δίκτυα και η συντεχνιακή νοοτροπία, νέους δρόμους για να διευρυνθεί η κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή. Διότι την ίδια ώρα η Ευρώπη συνεχίζει να προχωρά και αξίζει να είμαστε συμμέτοχοι και παρόντες, καθώς λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις που σηματοδοτούν την ευρωπαϊκή εξέλιξη, όπως αυτή π.χ. για την Ενεργειακή Ένωση. Από την άλλη μεριά, ακούγονται και φωνές, όπως του Μάριο Ντράγκι, που παρότι τραπεζίτης, υπογραμμίζει με πολιτική ενάργεια ότι ‘το μέλλον της Ευρωζώνης κινδυνεύει αν οι χώρες-μέλη δεν παραχωρήσουν ορισμένες ελευθερίες και δεν δημιουργήσουν περισσότερο πανευρωπαϊκούς κυβερνητικούς θεσμούς‘. Όλα αυτά αποτελούν ιδέες και διαδικασίες που όπως έχει αποδειχθεί, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, οδηγούν εντέλει σε πολιτικές αποφάσεις με σημαντική επίδραση στην πορεία των κρατών-μελών».