Ύστερα από δύο μήνες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛΛ, το κλίμα στα δύο κόμματα της προηγούμενης συγκυβέρνησης αναδίδει μια αίσθηση ότι υπάρχουν και λειτουργούν σε μιαν άλλη χώρα.
Στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ – από κοντά και το Ποτάμι – περνούν τον χρόνο τους με το όνειρο ότι πέφτει η κυβέρνηση κι αυτοί καλούνται να σώσουν ξανά τη χώρα, μέσω μιας νέας κυβέρνησης, οικουμενικής ή «εθνικής σωτηρίας». Στη Ν.Δ. συζητούν και πρόταση για πρωθυπουργό: τον Καραμανλή, ο οποίος θα έρθει από τη μακρινή… Ραφήνα ως παράκλητος για να ενώσει τη χώρα και να την κρατήσει στο ευρώ. Οι ηγεσίες τους αρνούνται να κάνουν στην άκρη περιμένοντας να τους ξανακαλέσει η… Ιστορία.
Πραγματικά είναι δύσκολο να σχολιάσει κάποιος αυτές τις προσδοκίες την ώρα που το ΠΑΣΟΚ με το ζόρι μπαίνει στη Βουλή και η Ν.Δ. περιορίζεται κάτω από το 20%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απολαμβάνει αυτοκρατορικά ποσοστά μιας άλλης εποχής, κυρίως στην πρόθεση ψήφου.
Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία βρήκε μεγάλες δυσκολίες με τον Τσίπρα και τους δικούς του. Είναι αλήθεια ότι δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Είναι επίσης αλήθεια ότι ξεβολεύονται και πρέπει να βρουν νέες νόρμες, νέα προσχήματα, ενώ βλέπουν τους δικούς μας κυβερνητικούς σαν… ταραξίες.
Γιατί όμως να θέλουν τους προηγούμενους; Μήπως καταπολέμησαν τη διαφθορά και τη διαπλοκή, που αποτελούν και ευρωπαϊκή προτεραιότητα; Μήπως έφτιαξαν ένα σοβαρό φορολογικό σύστημα και φορολόγησαν τον πλούτο – μια ακόμη ευρωπαϊκή προτεραιότητα; Μήπως έβαλαν τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης; Αντιθέτως, στράγγιζαν την οικονομία και την κοινωνία για να φτιάχνουν πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία οι ίδιοι οι δανειστές σήμερα αμφισβητούν. Οι Γερμανοί και οι άλλοι μόνο υποσχέσεις και ψέματα άκουγαν. Γιατί να τους θέλουν πίσω;
Ακόμη και με αυτούς εδώ, τους «ταραξίες», περισσότερες ελπίδες έχουν να δουν εξορθολογισμό της οικονομικής και θεσμικής λειτουργίας της χώρας. Γι’ αυτό άλλωστε, παρά τις δυσκολίες, διαπραγματεύονται μαζί τους. Με τους άλλους τι έχουν πια να πουν;