Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας είναι μόλις στο 75% του ΑΕΠ της, από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη. Εάν όμως υπολογισθούν οι εγγυήσεις του κράτους προς τις περιφερειακές τράπεζες, η οικονομική θέση των οποίων δεν είναι η καλύτερη δυνατή, τότε φτάνει στο 220% του ΑΕΠ – ενώ, στην περίπτωση που θα θελήσει κανείς να το μετρήσει ως ποσοστό επί των φορολογικών εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης, βρίσκεται στην έκτη θέση με 669%, πίσω από την Ιαπωνία (2.359%), τις Η.Π.Α. (979%), την Ισπανία (940%), την Ελλάδα (777%), και τον Καναδά (695%).
Επομένως, δεν είναι σε τόσο καλή κατάσταση, όπως πολλοί υποθέτουν κρίνοντας από την ηγεμονική θέση που κατέχει στην Ευρώπη – υπενθυμίζοντας πως κάτι ανάλογο συνέβαινε το 1928, παρά το ότι ο τότε καγκελάριος της επισήμαινε τις μεγάλες οικονομικές αδυναμίες της, οι οποίες φάνηκαν μερικά χρόνια αργότερα.
Πόσο μάλλον όταν η χώρα έχει οδηγηθεί σε μία επικίνδυνη τετραπλή παγίδα, από την οποία πολύ δύσκολα θα καταφέρει να ξεφύγει – αποτελούμενη από τα εξής:
(α) από το σκάνδαλο της Volkswagen, το οποίο αφορά τον κορμό της οικονομίας, καθώς επίσης των εξαγωγών της, τη βιομηχανία αυτοκινήτων,
(β) από τα σοβαρότατα προβλήματα της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της, της Deutsche Bank,
(γ) από τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία κατ’ εντολή των Η.Π.Α., εις βάρος τόσο των εξαγωγών της, όσο και της ενεργειακής τροφοδοσίας της – χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, καθώς επίσης
(δ) από τις προετοιμασίες της υπερδύναμης, για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με τη Ρωσία, με επίκεντρο τη Βαλτική – όπου η αμερικανική στρατιωτική βάση στη Γερμανία έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ειδικότερα τα παρακάτω:
Το σκάνδαλο των εκπομπών ρύπων
Στην προκειμένη περίπτωση η Γερμανία, έχοντας προφανώς τοποθετηθεί στο στόχαστρο των Η.Π.Α, δεν θα χάσει μόνο εκατοντάδες δισεκατομμύρια από την VW – όπου το τελικό ποσόν που θα κοστίσει το σκάνδαλο δεν είναι καθόλου εύκολο να υπολογισθεί, αποτελούμενο από το πρόστιμο έως 18 δις $ που θα της επιβληθεί από τις αμερικανικές Αρχές, από το κόστος των επισκευών, από τις μαζικές αγωγές αποζημιώσεων εκ μέρους των ιδιοκτητών αυτοκινήτων, από το ενδεχόμενο να αναγκασθεί να αγοράσει όλα τα αυτοκίνητα στην τιμή κτήσης τους, καθώς επίσης από τις απώλειες τζίρου σε πολλές άλλες χώρες του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
Το γεγονός δε ότι, η VW πρόσφατα εγκαινίασε ένα εργοστάσιο στη Ρωσία, ερχόμενη έμμεσα σε αντίθεση με τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί κατ’ εντολή των Η.Π.Α., μάλλον συνηγορεί στην δήθεν ξαφνική αποκάλυψη του σκανδάλου – δήθεν, επειδή το θέμα ήταν γνωστό σε όλους, αποτελούσε κοινό μυστικό δηλαδή, ενώ ακόμη και η Κομισιόν το γνώριζε πριν από δύο ολόκληρα χρόνια.
Περαιτέρω, η Γερμανία δεν θα έχει μόνο οικονομικές συνέπειες αλλά, επίσης, ηθικές, αφού πρόκειται για μία απάτη τεραστίων διαστάσεων – ενώ θα θεωρηθεί εκ των πραγμάτων (de facto) ανόητη, επειδή τα ποσά που εξοικονομούσε η πρώτη αυτοκινητοβιομηχανία της που συνελήφθη ήταν πολύ μικρότερα, σε σχέση με το μεγάλο ρίσκο που ανελάμβανε. Το σημαντικότερο όλων δε, θα είναι η απώλεια της εικόνας (image) των γερμανικών προϊόντων παγκοσμίως – η οποία θα της κοστίζει τη μείωση των εξαγωγών της.
Όσον αφορά τώρα τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, οι οποίες διαθέτουν επίσης μεγάλες βιομηχανίες αυτοκινήτων, όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Ιταλία, εάν υποθέσει κανείς πως χρησιμοποιούν παρόμοια τεχνάσματα, τότε δεν θα συγχωρήσουν ποτέ τη Γερμανία – αφού πιθανότατα θα τις συμπαρέσυρε, προς όφελος των ανταγωνιστών τους στις Η.Π.Α. στην Ιαπωνία και αλλού.
Η Deutsche Bank
Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η «τραπεζική βόμβα νούμερο ένα», το ίδρυμα με το μεγαλύτερο ρίσκο παγκοσμίως, η Deutsche Bank, θεωρήθηκε ασφαλής όταν εξετάσθηκε από την ΕΚΤ – παρά το ότι, σύμφωνα με το κέντρο διαχείρισης ρίσκου της Λωζάννης (Centre for Risk Management Lausanne), η τράπεζα βρίσκεται στην πρώτη θέση, με ένα «συστημικό ρίσκο» που υπολογίζεται στα 75,4 δις €.
Ακολουθήθηκε βέβαια από τις τρεις μεγάλες γαλλικές τράπεζες, στις οποίες δεν έκανε καμία αναφορά η ΕΚΤ – από την ολλανδική ING που επίσης θεωρήθηκε ασφαλής, από την ιταλική Unicredit που έχει μεγάλη παρουσία στη Γερμανία, από την γαλλική BPCE Group, από τη γερμανική Commerzbank, από την ισπανική Santander, από αυστριακές κοκ.
Φυσικά η «πρώτη μεταξύ των πρώτων», η Deutsche Bank, μείωσε το ρίσκο της σε σχέση με το ξέσπασμα της κρίσης. Παραμένει όμως τριπλάσιο συγκριτικά με τα έτη πριν το 2006 – ενώ ήδη το 2011 ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ ανέφερε πως η τράπεζα έχει το μεγαλύτερο ρίσκο στον πλανήτη, λόγω της μόχλευσης της, η οποία τοποθετήθηκε στο 1,44.
Μία μόχλευση αυτού του μεγέθους σημαίνει ότι, η Deutsche Bank, για κάθε ένα ευρώ ιδίων κεφαλαίων, διαθέτει 44 ευρώ ξένα κεφάλαια, δανεικά δηλαδή – οπότε ξεπερνάει τη Lehman Brothers, κατά τη στιγμή της χρεοκοπίας της. Τεχνικά δε η τράπεζα θα έπρεπε να χρεοκοπήσει, εάν υποχρεωνόταν να αποσβέσει περισσότερα από το 2,27% των δανείων της – αφού το ποσόν, η ζημία δηλαδή, θα υπερέβαινε πλέον τα δικά της κεφάλαια.
Η πιθανότητα αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση φανταστική – πόσο μάλλον όταν η τράπεζα απειλείται με πλήθος δικαστικών προστίμων, λόγω της συμμετοχής της σε διάφορες μορφές χειραγώγησης. Σχετικά πρόσφατα τώρα, η μόχλευση της ήταν 1:50,68 όπως φαίνεται από το γράφημα του κέντρου της Λωζάννης – ενώ συνεχίζει να βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση, συγκριτικά με το 2011. Τετραπλάσια δε σε σχέση με την πλέον μοχλευμένη αμερικανική τράπεζα, η οποία ήταν η J.P. Morgan με 1:11,51.
Περαιτέρω, όλο και περισσότεροι αναφέρουν πως πρόκειται να συμβεί σύντομα κάτι σημαντικό στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας, το οποίο θα έχει τρομακτικές συνέπειες για ολόκληρο τον πλανήτη – μία χρεοκοπία δηλαδή, ανάλογη με αυτήν της Lehman Brothers.
Οι φόβοι αυτοί προέρχονται από το γεγονός ότι, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις αναταραχών στη Deutsche Bank – οι μετοχές της οποίας διαπραγματεύονται πλέον στα επίπεδα των 25 € από σχεδόν 45 € το 2014. Την ίδια στιγμή, όλοι γνωρίζουν πως η εταιρική κουλτούρα της είναι βαθιά διεφθαρμένη – χαρακτηριζόμενη παράλληλα από μία εξαιρετικά απερίσκεπτη διαχείριση τα τελευταία χρόνια, ανάλογη ίσως με αυτήν της Volkswagen.
Συγκρίνοντας τώρα τις μαζικές απολύσεις που προηγήθηκαν της κατάρρευσης της Lehman Brothers, με τις δηλώσεις της Deutsche Bank, σύμφωνα με τις οποίες θα μειώσει δραστικά το εργατικό δυναμικό της κατά 23.000 θέσεις, παρά τον τριπλασιασμό των κερδών, ο οποίος θα μπορούσε ασφαλώς να είναι πλασματικός, δεν μπορεί κανένας να αποκλείσει ανάλογες εξελίξεις – ειδικά όταν έρχεται αντιμέτωπος με το γράφημα που ακολουθεί.
.
(κόκκινη στήλη), σε σύγκριση με το ΑΕΠ της Γερμανίας και της Ευρωζώνης (αριστερά προς τα δεξιά)
‘Όπως συμπεραίνεται από το γράφημα, η Deutsche Bank είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα ίσα με 16 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας ή σχεδόν πέντε φορές περισσότερα από το συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης – οπότε δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ακίνδυνη.
Εάν λοιπόν συνεχισθεί η αρνητική δημοσιότητα εκ μέρους κυρίως των αμερικανικών ΜΜΕ, τα οποία άλλωστε «καρατόμησαν» τη Volkswagen, η κατάσταση της θα επιδεινωθεί – αφού δεν υπάρχει κανένας μεγαλύτερος κίνδυνος για μία τράπεζα, από την απώλεια της εμπιστοσύνης καταθετών και επενδυτών.
Οι κυρώσεις στη Ρωσία
Η αρχική παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε σαν ανόητη η Γερμανία από τις Η.Π.Α. όσον αφορά τις εξαγωγές της, ήταν αναμφίβολα οι κυρώσεις που επέβαλλε στη Ρωσία – κάτι που προσπάθησε να ανατρέψει ο υπουργός οικονομικών της (S. Gabriel), ο οποίος ζήτησε πρόσφατα την κατάργηση τους.
Ανέφερε δε έντεχνα πως η συμμετοχή της Ρωσίας στην επίλυση του προβλήματος στη Συρία θα μπορούσε τότε μόνο να επιτευχθεί, εάν η Δύση αναιρούσε τις επιβληθείσες κυρώσεις, παράλληλα με την κατασκευή ενός δεύτερου αγωγού φυσικού αερίου μαζί με τη Ρωσία – προφανώς όχι για να βοηθήσει τη Συρία, αλλά τη χώρα του, η βιομηχανία της οποίας χάνει τεράστια ποσά από την απαγόρευση των εξαγωγών.
Την ίδια στιγμή «απαίτησε» από τον πρόεδρο Putin, ως προϋπόθεση για την κατάργηση των κυρώσεων, την πιστή τήρηση της συμφωνίας του Minsk στο θέμα της Ουκρανίας – επίσης σκεφτόμενος τη χώρα του, μετά τα σχέδια για την τοποθέτηση νέων πυρηνικών στη βάση που διατηρούν στη Γερμανία οι Η.Π.Α.
Εν τούτοις, με δεδομένο το ότι η Ρωσία έχει αρχίσει να επεμβαίνει ενεργά στη Συρία, μη έχοντας την πρόθεση να ζητήσει τη συναίνεση των Η.Π.Α., οι δηλώσεις του Γερμανού θεωρήθηκαν ανόητες – πόσο μάλλον όταν η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα απρόβλεπτο μεταναστευτικό πρόβλημα λόγω της Συρίας, το οποίο θα μπορούσε να αναζωπυρώσει την οικονομική κρίση.
Εάν δε η γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτων, πριν από όλα η VW, «αναγκασθεί» να περικόψει θέσεις εργασίας για να ανταπεξέλθει με το κόστος του σκανδάλου των ρύπων (άνω των 100 δις €), τότε τα μεταναστευτικά κύματα θα εντείνουν το πρόβλημα – οπότε η Γερμανία δεν είναι καθόλου σε θέση να διαπραγματεύεται.
Σε κάθε περίπτωση, οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ήταν το πρώτο χτύπημα στις εξαγωγές της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας – οι οποίες επλήγησαν στη συνέχεια από την κρίση της Κίνας και σήμερα από το σκάνδαλο.
Το γεγονός δε ότι, οι Financial Times, οι οποίοι ανήκουν πλέον σε Ιάπωνες, εντείνουν τις κατηγορίες, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις άλλες γερμανικές βιομηχανίες αυτοκινήτων, ενώ πολλές χώρες δηλώνουν τη διεξαγωγή ελέγχων στα γερμανικά αυτοκίνητα, ακόμη και η Ελβετία, τεκμηριώνει πως η καταιγίδα που έχει πλήξει τη Γερμανία μόλις ξεκίνησε – πόσο μάλλον αφού η ΕΚΤ σταμάτησε την αγορά των τιτλοποιημένων δανείων αυτοκινήτων από την Volkswagen, εξετάζοντας εάν θα το επεκτείνει στα ομόλογα της εταιρείας (ABS), με σημαντικά επακόλουθα για τη χρηματοδότηση της.
Ολοκληρώνοντας, το ότι η VW είναι ουσιαστικά μία κρατική επιχείρηση, ενώ με τα διάφορα λόμπι που διαθέτει στις Βρυξέλες έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στο παρελθόν τόσο στη γαλλική, όσο και στην ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία, θα εντείνει τις επιθέσεις εναντίον της ακόμη και από τους Ευρωπαίους εταίρους της Γερμανίας – οπότε εύλογα εκλιπαρεί ο υπουργός της την επιείκεια των Η.Π.Α., τουλάχιστον στο θέμα της αναίρεσης των κυρώσεων προς τη Ρωσία.
Οι προετοιμασίες σύγκρουσης με τη Ρωσία
Η τέταρτη παγίδα, από την οποία κινδυνεύει η Γερμανία, είναι οι προετοιμασίες των Η.Π.Α. για μία πιθανή σύγκρουση με τη Ρωσία στην περιοχή της Βαλτικής – όπου το Πεντάγωνο έχει καταρτίσει σχέδια εκτάκτου ανάγκης, πειραματιζόμενο με πολλαπλά παιχνίδια πολέμου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, υβριδικό πόλεμο, καθώς επίσης τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Τα σχέδια της υπερδύναμης χωρίζονται σε δύο μέρη: από τη μία πλευρά αφορούν τις ενέργειες των Η.Π.Α. εντός του ΝΑΤΟ, με στόχο την ασφάλεια των χωρών της Βαλτικής, ενώ από την άλλη τη δυνατότητα μονομερών αμερικανικών επιθέσεων, χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων τους.
Οι Η.Π.Α. επικεντρώνονται κυρίως στον ασύμμετρο, υβριδικό πόλεμο – όπως αυτός που διεξήγαγε η Ρωσία, καταλαμβάνοντας τις στρατιωτικές βάσεις στην Κριμαία. Στα πλαίσια αυτά, προγραμματίζουν την άμυνα τους απέναντι στην αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής, μέσω της οργάνωσης μαζικών διαδηλώσεων εκ μέρους της Ρωσίας – καθώς επίσης με τη βοήθεια επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, εναντίον των κρίσιμων υποδομών.
Περαιτέρω, για πρώτη φορά πέταξαν γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα (Euro fighter) πλήρως εξοπλισμένα, επάνω από τις χώρες της Βαλτικής – ενώ ορισμένοι πολιτικοί της Γερμανίας αναφέρθηκαν σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο πολεμικό παιχνίδι. Η αιτιολογία δε της σύγκρουσης συνεχίζει μονότονα να είναι η ίδια – η εισβολή της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία.
Σύμφωνα τώρα με το αμερικανικό σενάριο, η επεξεργασία του οποίου γίνεται στην αμερικανική βάση της Γερμανίας, η Ρωσία θα αυξήσει εν πρώτοις τις πολιτικές πιέσεις στη Εσθονία, στη Λετονία και στη Λιθουανία – ενώ αμέσως μετά θα στείλει «προβοκάτορες», οι οποίοι θα διοργανώσουν διαδηλώσεις των Πολιτών τους. Στο τέλος θα εισβάλλουν στα κυβερνητικά κτίρια των χωρών της Βαλτικής ανεπίσημα ρωσικά στρατεύματα, τα οποία θα τα καταλάβουν – ενώ οι Η.Π.Α. θεωρούν πως δεν είναι σε θέση το ΝΑΤΟ να προστατεύσει τα παραπάνω κράτη.
Με δεδομένο όμως το ότι, μόνο στη γερμανική βάση «σταθμεύουν» 40.000 αμερικανοί στρατιώτες, το σενάριο δεν γίνεται εύκολα πιστευτό, από καμία του πλευρά – με τους περισσότερους να υποψιάζονται πως ο πραγματικός στόχος των Η.Π.Α. είναι εν πρώτοις η πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στις χώρες του ΝΑΤΟ.
Άλλωστε, μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ουκρανία, με τη βοήθεια της Γερμανίας, το ΝΑΤΟ έχει μεταφέρει τεράστιες ποσότητες όπλων στην ανατολική Ευρώπη – προς όφελος φυσικά των επιχειρήσεων που τα παράγουν.
Η Γερμανία πάντως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στα σχέδια μίας πυρηνικής σύγκρουσης – αφού προγραμματίζεται ο εξοπλισμός της αμερικανικής βάσης με ατομικά όπλα, παρά το ότι το 2009 είχε αποφασισθεί η απόσυρση των τότε υφισταμένων από το Πεντάγωνο.
Το γεγονός αυτό φέρνει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τη χώρα, όσον αφορά τουλάχιστον τις εμπορικές σχέσεις της με τη Ρωσία – κάτι που οδηγεί πολλούς στη σκέψη ότι, ο στόχος των Η.Π.Α. δεν είναι στην πραγματικότητα η σύγκρουση με τη Ρωσία, αλλά η πλήρης υποταγή της Γερμανίας, αφού προηγουμένως «αποκοπεί» από όλους τους υπάρχοντες (Ευρώπη) και δυνητικούς συμμάχους της (Ρωσία).
Επίλογος
Υπερεκτιμώντας ακόμη μία φορά τις δυνατότητες της η Γερμανία, «κατάφερε» να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με τις Η.Π.Α. στον τομέα της οικονομίας – με αποτέλεσμα να στηθούν στο δρόμο της πολλαπλές παγίδες εκ μέρους της υπερδύναμης, χωρίς να μπορέσει να αποφύγει καμία απολύτως.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει τις απίστευτες αδυναμίες/ανοησία της χώρας, η οποία είχε δυστυχώς το θράσος να τοποθετηθεί ξανά εναντίον όλων – με μοναδική ίσως εξαίρεση την Κίνα, την οποία δεν πρόλαβε ακόμη να αμφισβητήσει.
Προφανώς, κάτω από τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, παρουσιάζεται στην Ελλάδα μία απρόσμενη ευκαιρία να επιλύσει όλα της τα προβλήματα – ευχόμενοι και ελπίζοντας να γίνει άμεσα κατανοητή από την κυβέρνηση, τουλάχιστον όσον αφορά τη δημιουργία συμμαχιών εντός της Ευρωζώνης, καθώς επίσης την προώθηση της διαγραφής μέρους του χρέους, με την ταυτόχρονη υιοθέτηση μίας αναπτυξιακής πολιτικής.
Υστερόγραφο: Η μετοχή της VW, η οποία στηρίζεται κυρίως στην τιμή της προς τα κέρδη (1:4,97), θεωρείται ακόμη και στα 107 €, από 250 € περίπου το Μάιο, υπερτιμημένη – παρά τη μεγάλη πτώση της. Μετά τη δημοσίευση του σκανδάλου, η εικόνα της στον αντίστοιχο γερμανικό κατάλογο (Brand Index) κατέρρευσε, από το 36,7 στο 9,8 – στα ίδια επίπεδα πλέον με τη Mazda και τη Seat, όταν προηγουμένως ήταν στην κορυφή, ακολουθούμενη από την Audi.
Με κάθε καινούργια είδηση που θα αφορά το σκάνδαλο, με κάθε αγωγή και με κάθε ποινή που θα της καταλογίζεται στο μέλλον, η εικόνα της θα υποφέρει – ενώ τα παραποιημένα λογισμικά χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την Audi και τη Seat. Εάν βέβαια δεν ακολουθήσουν νέα σκάνδαλα, ίσως ανακάμψει μέσα σε λίγους μήνες – αν και όχι στις Η.Π.Α., όπου η εικόνα της κατέγραψε πτώση από το 16,8 στο -4,1.